-
1 υφαιρεω
ион. ὑπαιρέω тж. med.1) вынимать снизуὑπὸ δ΄ ᾕρεον ἕρματα νηῶν Hom. — они стали удалять из-под кораблей подпоры;
τέν πέτραν ἀναστῆσαι καὴ ὑφελεῖν τὰ καταλειφθέντα Plut. — поднять камень и вынуть клад2) удалять, устранятьτὸ βουλευτήριον τὸ τῆς πόλεως ὑφελόμενος Aeschin. — отстранив государственный совет;
Σμέρδιος ὑπαραιρημένου (= ὑφῃρημένου) Her. — по устранении Смердиса;τῆς ὑποψίας ὑφελεῖν Thuc. — рассеять недоверие3) тайком отнимать, ловко похищать(τὰ χρήματά τινος Her.; παιδίον τῆς μητρός Plat.)
ὑ. τοὺς ξυμμάχους τινός Thuc. — лишать кого-л. союзников;οὐκ ὀλίγα τῶν ὑμετέρων ὑφῃρημένος Lys. — (Архедем), изрядно нас обокравший;ὑ. τὸν λόγον τινός Plut. — не давать кому-л. говорить4) убавлять, ослаблять(τι и τινος Thuc. etc.)
εὐτονίας ὑ. καὴ ῥώμης Plut. — уменьшать крепость и силу, расслаблять;ὑ. τῆς ὀργῆς Luc. — смягчать гнев5) улучать, использовать(τοὺς καιροὺς τῆς πόλεως Aeschin.)
6) утаивать, скрыватьσιγῇ ὑφαιρεῖσθαί τινά τι Eur. — скрывать что-л. от кого-л.
7) (только in tmesi) охватывать, овладевать
См. также в других словарях:
υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Τρίκαλα — I Πόλη της δυτικής Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της ομώνυμης επαρχίας. Χτισμένη στο κένρο της δυτικής λεκάνης της Θεσσαλίας, που ονομάζεται πεδιάδα των T., διαρρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο, ο οποίος με τις… … Dictionary of Greek